Με τον όρο κνίδωση εννοούμε την αλλεργική αντίδραση του δέρματος, η οποία εκδηλώνεται με την έκθυση πομφών (περιγράφονται συχνά ως πετάλες ή καντήλες) και συνοδεύεται από έντονο κνησμό (φαγούρα). Ετυμολογικά, ο όρος κνίδωση προέρχεται από τη λέξη κνίδη, που στα αρχαία ελληνικά σημαίνει τσουκνίδα. Επαφή του δέρματος με την τσουκνίδα προκαλεί φαγούρα και, τοπικά,εμφάνιση πομφών. Γι΄ αυτό, η πάθηση αναφέρεται ως κνίδωση.

Το εξάνθημα της κνίδωσης είναι παροδικό, σαφώς περιγεγραμμένο, ανυψωμένο σε σχέση με την επιφάνεια του δέρματος, υποχωρεί προσωρινά στην άσκηση πίεσης. Έχει ωχρό κέντρο και σχηματίζεται στα ανώτερα στρώματα του δέρματος και δεν αφήνει σημάδια όταν υφεθεί. Κάποιες φορές, συνοδεύεται από αγγειοοίδημα, πρήξιμο δηλαδή συνήθως στα χείλη, τα βλέφαρα και τα πτερύγια των αυτιών. Έχει μεταναστευτικό χαρακτήρα, δηλαδή τα εξανθήματα ολοκληρώνουν έναν κύκλο έκθυσης-ύφεσης εντός ολίγων (<24) ωρών και στη συνέχεια εμφανίζονται και εξαφανίζονται, κατά τον ίδιο τρόπο, σε άλλα σημεία του σώματος.

Ενώ η οξεία μορφή της κνίδωσης διαρκεί, εξ ορισμού, μέχρι 6 εβδομάδες, η χρόνια προϋποθέτει χρονική διάρκεια των εξάρσεων και υφέσεων των εξανθημάτων, μεγαλύτερη των 6 εβδομάδων. Ο διαχωρισμός στο χρονικό όριο των 6 εβδομάδων έχει τεθεί αυθαίρετα, σκοπό, όμως, έχει να βοηθήσει στην κατάταξη και στην αιτιολογική διερεύνηση της κνίδωσης.

Αντίθετα με την οξεία κνίδωση που είναι συχνή πάθηση, καθώς το 15-25% του γενικού πληθυσμού μπορεί να εκδηλώσει, κατά τη διάρκεια της ζωής του τουλάχιστον ένα επεισόδιο, η χρόνια κνίδωση αφορά μόλις το 1%. Δηλαδή, 1 στους 10 που εμφανίζει οξεία κνίδωση, τελικά μετατρέπεται στη χρόνια μορφή της. Αφορά κυρίως ενήλικες, περίπου ισότιμα άνδρες και γυναίκες. Ωστόσο, η χρόνια κνίδωση δεν συνδέεται με αυξημένη πιθανότητα εμφάνισης αλλεργικών νοσημάτων και αναφυλαξίας, σε σχέση με το γενικό πληθυσμό.

Στη χρόνια κνίδωση υπάρχει επαναλαμβανόμενη έκθεση στον αιτιολογικό, εκλυτικό  παράγοντα, που ευθύνεται για την πάθηση. Η συμπτωματολογία εξακολουθεί να αναπαράγεται, όσο δεν αναγνωρίζεται και δεν αντιμετωπίζεται το υποκείμενο αίτιο. Ωστόσο, στην πραγματικότητα, ο ένοχος αναγνωρίζεται μόλις στο 50% των περιπτώσεων.

Κατηγορίες χρόνιας κνίδωσης:

1. Αυτοαντιδραστική ή αυτοάνοση: Αποτελεί το 40% περίπου της χρόνιας κνίδωσης. Προκύπτει από την αλληλεπίδραση της άμυνας του οργανισμού (αυτοαντισώματα) με στοιχεία του ίδιου του οργανισμού. Εντοπίζεται, συνήθως, σε ασθενείς που πάσχουν από κάποιο αυτοάνοσο νόσημα. Απαραίτητο στοχείο στη διαγνωστική προσέγγιση είναι η διενέργεια δερματικής δοκιμασίας αυτόλογου ορού.

2. Δευτεροπαθής: Πρόκειται για το 10% περίπου των περιστατικών χρόνιας κνίδωσης. Σχετίζεται συνύπαρξη παθήσεων όπως η θυρεοειδίτιδα, οι χρόνιες ηπατίτιδες, οι παρασιτικές λοιμώξεις, η χρόνια παραρρινοκολπίτιδα, η λοίμωξη από ελικοβακτηρίδιο του πυλωρού. Γενικά, οι χρόνιες λοιμώξεις από βακτήρια, ιούς, παράσιτα ή μύκητες, μπορεί να ευθύνονται για την ανάπτυξη χρόνιας κνίδωσης.

3. Ιδιοπαθής: Η διαγνωστική προσέγγιση και κλινική αιτιολόγηση αδυνατούν να αναγνωρίσουν το ακριβές αίτιο στο 50%, περίπου, των περιστατικών της χρόνιας κνίδωσης. Στις περιπτώσεις αυτές η κνίδωση χαρακτηρίζεται ως ιδιοπαθής.

Γενικά, πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η χρόνια κνίδωση είναι μια απρόβλεπτη πάθηση, με περιόδους εξάρσεων και υφέσεων, που μπορεί να εξαφανιστεί εξίσου αιφνιδιαστικά όπως εμφανίστηκε.

4. Φυσικά αίτια: Η επίδραση φυσικών παραγόντων, όπως ο μηχανικός ερεθισμός, η ζέστη, το κρύο, η πίεση και, σπανιότερα, το ηλιακό φως και η επαφή με το νερό, μπορεί να συσχετιστεί με συμπτωματολογία χρόνιας κνίδωσης. Συνολικά αυτές αναφέρονται ως φυσικές κνιδώσεις.

Πρέπει να διευκρινιστεί ότι τροφές πολύ σπάνια προκαλούν χρόνια κνίδωση και εσφαλμένα πολλές φορές ακολουθούνται αυστηρές δίαιτες αποφυγής κάποιων τροφών. Από την άλλη, είναι γεγονός ότι κάποιες τροφές έχουν ισταμίνη ή τυραμίνη σε αυξημένη περιεκτικότητα. Η ισταμίνη είναι η κύρια ουσία που προκαλεί τους πομφούς, εξ ού και λαμβάνουμε αντιισταμινικά για την αντιμετώπισή της. Επομένως, η κατανάλωση μεγάλων ποσοτήτων τροφίμων που περιέχουν ισταμίνη θα επιδεινώσει την κνίδωση ή μπορεί να μειώσει τη δράση των αντιισταμινικών, σε καμιά περίπτωση, όμως, τα τρόφιμα αυτά δεν είναι υπεύθυνα ως αλλεργιογόνα για την κνίδωση.

Η θεραπεία της χρόνιας κνίδωσης, καταρχήν περιλαμβάνει την αναγνώριση και αντιμετώπιση του υποκείμενου ερεθιστικού παράγοντα ή πάθησης που μπορεί, αιτιολογικά, να συσχετίζεται με την κνίδωση. Στις περιπτώσεις που δεν ανευρίσκεται εκλυτικός παράγοντας, η θεραπεία επιλογής είναι η χορήγηση αντιισταμινικών φαρμάκων, κυρίως αυτών που ανήκουν στη λεγόμενη δεύτερη γενιά. Πρόκειται για ασφαλή φάρμακα, που συχνά είναι απαραίτητο να δοθούν σε μεγάλες δόσεις και μεγάλο χρονικό διάστημα προκειμένου να ελεγχθεί η συμπτωματολογία.

Εφόσον τα αντιισταμινικά δεν επαρκούν, φάρμακα που μπορούν να προστεθούν είναι τα αντιλευκοτριενικά (επίσης ασφαλή φάρμακα) και η κυκλοσπορίνη (έχει ανεπιθύμητες ενέργειες). Τα κορτικοστεροειδή μπορούν να επιφέρουν ύφεση (όχι ίαση) της πάθησης, αλλά προτιμάται η σύντομη και περιορισμένη χορήγησή τους κατά τις εξάρσεις, λόγω ανεπιθύμητων ενεργειών. Πρόσφατα, έλαβε έγκριση για τη θεραπεία της χρόνιας κνίδωσης ένα ειδικό φάρμακο με το όνομα ομαλιζουμάμπη (omalizumab, Xolair) με εξαιρετικά αποτελέσματα. Η ενδεχόμενη χορήγησή του γίνεται μόνο με τη σύσταση ειδικού ιατρού.

Η μεγάλη σημασία της θεραπευτικής προσέγγισης έγκειται στο γεγονός ότι η χρόνια κνίδωση επηρεάζει σε πολύ σοβαρό βαθμό την ποιότητα ζωής την ασθενών. Η πολύ συχνή ψυχολογική επιβάρυνση επιτείνει ακόμη περισσότερο την εμφάνιση νέων εξανθημάτων, καθώς σημαντικό ρόλο στην εμφάνιση των πομφών παίζουν και νευρικοί μηχανισμοί που «ενεργοποιούνται» από το stress.

Τάσος Κωνσταντινόπουλος
Αλλεργιολόγος


Logo_f

Τηλ για το ραντεβού σας: 213 200 9160
Καθημερινά 08:00 - 15:00

Νοσοκομείο Παίδων Αθηνών «Παναγιώτη και Αγλαΐας Κυριακού»

Ιατρική Σχολή Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών

Μονάδα Αλλεργιολογίας & Κλινικής Ανοσολογίας 2021. All rights reserved.