Δεν υπάρχει φάρμακο που να μην έχει δυνητικά ανεπιθύμητες ενέργειες, δράσεις δηλαδή άλλες από τις θεραπευτικές για τις οποίες και λήφθηκε. Αυτές οι αντιδράσεις μπορεί να μη σχετίζονται με το φάρμακο αλλά να είναι συμπτωματικές ή απότοκες του αιτίου για το οποίο λήφθηκε το φάρμακο (π.χ. η λοίμωξη). Μπορεί επίσης να οφείλονται σε υπερδοσολογία ή σε αλληλεπίδραση με άλλο φάρμακο. Τέλος, μπορεί να είναι απρόβλεπτες αντιδράσεις στις οποίες συμμετέχει το ανοσοποιητικό σύστημα – σε αυτές ανήκουν οι αλλεργικές αντιδράσεις.
Επειδή όμως η τρίτη κατηγορία είναι η λιγότερο συχνή, δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί ασθενείς λανθασμένα νομίζουν ότι έχουν αλλεργία σε κάποιο φάρμακο. Στην πραγματικότητα οι γνήσια αλλεργικές φαρμακευτικές αντιδράσεις είναι πολύ λιγότερες και εδώ ο ρόλος του Αλλεργιολόγου είναι ιδιαίτερα σημαντικός στο να άρει τις αμφιβολίες και να αποτρέπει τη λανθασμένα αποφυγή λήψης, ενδεχομένως απαραίτητων, φαρμάκων.
Προκειμένου να προκληθεί φαρμακευτική αλλεργία, χρειάζεται να έχει προηγηθεί η λήψη του ίδιου ή συγγενικού φαρμάκου τουλάχιστον μία φορά. Επομένως, η ανοχή ενός φαρμάκου στο παρελθόν δε συνεπάγεται οπωσδήποτε ανοχή και στο μέλλον.Αν και οποιοδήποτε φάρμακο μπορεί να προκαλέσει αλλεργία, αυτά που χρησιμοποιούνται συνηθέστερα στον παιδικό πληθυσμό (αντιβιοτικά και αντιφλεγμονώδη φάρμακα) είναι αυτά που προκαλούν τις περισσότερες αλλεργικές/ανοσολογικές αντιδράσεις.
Η διάγνωση της φαρμακευτικής αλλεργίας είναι πολυδιάστατη με κυριότερο στοιχείο της το ιστορικό της αντίδρασης. Ο ασθενής θα πρέπει να γνωρίζει σε ποια δόση και πόση ώρα μετά τη λήψη της εμφάνισε συμπτώματα. Τι μορφή είχαν αυτά τα συμπτώματα και πως υποχώρησαν. Θα πρέπει να γνωρίζει αναλυτικά όλα τα φάρμακα που λάμβανε ταυτόχρονα και αν τα είχε ξαναπάρει στο παρελθόν. Επίσης, το λόγο για τον οποίο αυτά συνταγογραφήθηκαν. Όλες αυτές οι πληροφορίες είναι απαραίτητες προκειμένου ο ιατρός να προσεγγίσει σωστά το πρόβλημα. Σε πολλές περιπτώσεις, ωστόσο, τα δεδομένα δεν είναι καθαρά και η λύση δίνεται από τη δοκιμασία πρόκλησης. Ο ασθενής λαμβάνει στη Μονάδα σταδιακά αυξανόμενες δόσεις από το φάρμακο και παρατηρείται η αντίδρασή του ώστε να υπάρξει οριστική διάγνωση της αλλεργίας.